- εὔτρεπτος
- εὔτρεπτοςeasily changingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύτρεπτος — εὔτρεπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα 2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός 3. (για δέρμα) ευαίσθητος 4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι 5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος. επίρρ... εὐτρέπτως (Α) ευτρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εὐτρεπτότατον — εὔτρεπτος easily changing masc acc superl sg εὔτρεπτος easily changing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρέπτως — εὔτρεπτος easily changing adverbial εὔτρεπτος easily changing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτρεπτον — εὔτρεπτος easily changing masc/fem acc sg εὔτρεπτος easily changing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρέπτους — εὔτρεπτος easily changing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρέπτων — εὔτρεπτος easily changing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτρεπτα — εὔτρεπτος easily changing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… … Dictionary of Greek
ευτρεψία — εὐτρεψία, ἡ (Α) [εύτρεπτος] το ευμετάβολο … Dictionary of Greek
ԴԻՒՐԱՓՈԽ — (ի, ից.) NBH 1 0635 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ԴԻՒՐԱՓՈԽ ԴԻՒՐԱՓՈԽԵԼԻ ԴԻՒՐԱՓՈՓՈԽ. εὕτρεπτος, εὑμετάβλητος, παλέμβολος facile mutabiis, inconstans, versabilis Որ ոք կամ որ ինչ դիւրաւ փոխի, փոփոխի. յողդողդ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)